ακροβολίζομαι

ακροβολίζομαι
(Α ἀκροβολίζομαι) [ἀκρόβολος]
νεοελλ.
(Στρατ.)
1. αναπτύσσομαι σε αραιή τάξη ή φάλαγγα (βλ. ακροβολισμός)
2. ανταλλάσσω με τον εχθρό δοκιμαστικούς και αραιούς πυροβολισμούς προτού εμπλακώ σε κανονική μάχη, αψιμαχώ
αρχ.
1. μάχομαι από μακριά, εκσφενδονίζοντας ακόντια και βέλη κατά τού εχθρικού στρατεύματος
2. αψιμαχώ, σε αντίθεση με το «μάχομαι ἐκ τοῡ συστάδην» (σώμα με σώμα)
3. ανταλλάσσω διαπληκτισμούς, μαλώνω κατά τη συζήτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρόβολος.
ΠΑΡ. ακροβολισμός, ακροβολιστής, ακροβολιστικός
αρχ.
ἀκροβόλισις
νεοελλ.
ακροβολιστής, ακροβολιστί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακροβολίζομαι — ακροβολίζομαι, ακροβολίστηκα, ακροβολισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ακροβολίζομαι — ίστηκα, ισμένος 1. αψιμαχώ: Για κάμποση ώρα οι δυο αντίπαλοι ακροβολίζονταν. 2. τοποθετώ τους στρατιώτες που διαθέτω αραιά, για να μη δίνω στόχο στον αντίπαλο: Ακροβολίστηκαν και περίμεναν τον εχθρό να πλησιάσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκροβολιζομένων — ἀκροβολίζομαι throw from afar pres part mid fem gen pl ἀκροβολίζομαι throw from afar pres part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροβολιζέσθων — ἀκροβολίζομαι throw from afar pres imperat mid 3rd pl ἀκροβολίζομαι throw from afar pres imperat mid 3rd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροβολισάμενον — ἀκροβολίζομαι throw from afar aor part mid masc acc sg ἀκροβολίζομαι throw from afar aor part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροβολιζομένης — ἀκροβολίζομαι throw from afar pres part mid fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροβολιζομένοις — ἀκροβολίζομαι throw from afar pres part mid masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροβολιζομένους — ἀκροβολίζομαι throw from afar pres part mid masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροβολιζόμενοι — ἀκροβολίζομαι throw from afar pres part mid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροβολιζόμενος — ἀκροβολίζομαι throw from afar pres part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”