- ακροβολίζομαι
- (Α ἀκροβολίζομαι) [ἀκρόβολος]νεοελλ.(Στρατ.)1. αναπτύσσομαι σε αραιή τάξη ή φάλαγγα (βλ. ακροβολισμός)2. ανταλλάσσω με τον εχθρό δοκιμαστικούς και αραιούς πυροβολισμούς προτού εμπλακώ σε κανονική μάχη, αψιμαχώαρχ.1. μάχομαι από μακριά, εκσφενδονίζοντας ακόντια και βέλη κατά τού εχθρικού στρατεύματος2. αψιμαχώ, σε αντίθεση με το «μάχομαι ἐκ τοῡ συστάδην» (σώμα με σώμα)3. ανταλλάσσω διαπληκτισμούς, μαλώνω κατά τη συζήτηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρόβολος.ΠΑΡ. ακροβολισμός, ακροβολιστής, ακροβολιστικόςαρχ.ἀκροβόλισιςνεοελλ.ακροβολιστής, ακροβολιστί].
Dictionary of Greek. 2013.